- ἀρκετόν
- ἀρκετόςsufficientmasc acc sgἀρκετόςsufficientneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προφθίμενος — ένη, ον, Α αυτός που έχει πεθάνει πριν από αρκετόν καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φθίμενος (< φθίω «καταστρέφομαι, πεθαίνω»)] … Dictionary of Greek
Φιλοθέη, Μπενιζέλου — (Αθήνα 1522 – 1589). Νεομάρτυς. Κόρη του Αθηναίου προύχοντα Άγγελου Μπενιζέλου, η Φ. (το αρχικό της όνομα ήταν Ρεσούλα ή Ρεγούλα) φαίνεται ότι έλαβε μόρφωση, σπάνια για γυναίκα την εποχή εκείνη. Μετά τη χηρεία της –σε ηλικία 17 μόλις ετών– έγινε… … Dictionary of Greek
αγιώνυμος — η, ο (μόνο για τόπους ή ιδρύματα), αυτός που επονομάζεται άγιος: Είχε μείνει αρκετόν καιρό και στο αγιώνυμο όρος (στον Άθωνα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκίδα — η 1. μύτη ξύλου: Μου μπήκε μια αγκίδα στο δάχτυλο. 2. ενόχληση: Αρκετόν καιρό τώρα έχω αυτή την αγκίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)